-ούλι

-ούλι
υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. -ullus (πρβλ. μσν. δενδρ-ούλλιν, θρυμμ-ούλλιν). Κατ' άλλη άποψη, η κατάλ. -ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ανθ-ύλλιον, δενδρ-ύλλιον) με τροπή τού -υ- σε -ου-.Παραδείγματα υποκορ. σε -ούλι: αβγούλι, αδυνατούλι, καημενούλι, κακομοιρούλι, κοντούλι, κρυφτούλι, μικρούλι, νοστιμούλι, ομορφούλι, πεζούλι, περδικούλι, πεταχτούλι, σακούλι, τοσοδούλι, φασούλι, φτωχούλι, χερούλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κομματούλι — και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι) μικρό κομμάτι, κομματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. ούλι (πρβλ. περιοδικ ούλι, χερ ούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή τού τ και κ σε τσ )] …   Dictionary of Greek

  • κρυφτούλι — το το παιχνίδι κρυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφτός + κατάλ. ούλι (πρβλ. φασ ούλι, χερ ούλι)] …   Dictionary of Greek

  • πεζούλι — το 1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα …   Dictionary of Greek

  • σακούλι — το, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. βαλάντιο, πουγγί 3. παροιμ. «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» δηλώνει ότι με κατάλληλη και συστηματική αποταμίευση συγκεντρώνεται με το πέρασμα τού χρόνου ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • χερούλι — το, Ν 1. λαβή σκεύους, εργαλείου ή άλλου αντικειμένου (α. «το χερούλι τής κανάτας» β. «το χερούλι τής πόρτας») 2. τρυφερό, αγαπημένο χέρι («πέτα, περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + υποκορ. κατάλ. ούλι… …   Dictionary of Greek

  • δεντρούλι — το μικρό δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέντρο + ουλι* (πρβλ. κομματούλι, σακούλι)] …   Dictionary of Greek

  • ζητούλιν — ζητούλιν, τὸ (Μ) υποχρεωτική μηνιαία συνεισφορά τών εκκλησιών στη μητρόπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητώ + κατάλ. ούλι] …   Dictionary of Greek

  • κρυψούλι — το το κρυφτούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ούλι, κατά το κρυφτούλι] …   Dictionary of Greek

  • σακουλάκι — το, Ν [σακ(κ)ούλι] 1. μικρή σακούλα 2. μικρό βαλάντιο, μικρό πουγγί …   Dictionary of Greek

  • σακουλές — ο, Ν αυτός που φορά σακιά αντί για ενδύματα, ρακένδυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακ(κ)ούλι + κατάλ. ες, που απαντά και σε άλλες λ. με μειωτική σημ. (πρβλ. ρεμπεσκ ές). Πρόκειται για λ. που χρησιμοποιείται κυρίως στη διάλ. τών λεγόμενων περιθωριακών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”